συνεκφαίνει

συνεκφαίνει
σύν-ἐκφαίνω
bring to light
pres ind mp 2nd sg
σύν-ἐκφαίνω
bring to light
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνεκφαντικός — ή, όν, Α [συνεκφαίνω] αυτός που δηλώνει από μόνος του και κάτι άλλο («εἴδη τοῡ κτητικοῡ τρία... συνεκφαντικὸν τὸ συνεκφαῑνόν τι μεθ ἑαυτοῡ οἷον γραμματικός συνεκφαίνει γὰρ τὴν γραμματικήν», Μέγα Ετυμολογικόν) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”